Σε μία στιγμή.. όλα γίνονται σε μία στιγμή. Σ ε μία στίγμη το γέλιο γίνεται κλάμα, η χαρά σε λύπη και όλα βάφονται με γκρίζο χρώμα, αδιάφορο και παγωμένο. Και αυτή η αγάπη... μεγάλη πλάνη σε εξαπατά με το πίο γλυκό τρόπο και μετα... αχ αυτό το μετά.. Μετά σου δίνει μία και σπάς τα μούτρα σου ενώ ταυτόχρονα βλέπεις να πετάγεται απο μέσα σου η καρδιά σου χεράκι χεράκι με τη ψυχή σου χωρίς να γυρίσουν να σου δώσουν ούτε μία ματία. Αμήχανα κια μουδιασμένα έχεις σηκωθεί σαν slow motion σκήνη και αναρωτιέσαι τι έγινε γαμώτο?? πώς έγινε?? Αυτό είναι το λεγόμενο 'ΑΔΕΙΑΣΜΑ'.  Τὀσο απλά....

ΕΡΩΤΑΣ..........


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν σε μια πολιτεία μεγάλη, πλούσια και δυνατή ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Η μικρότερη από τις τρεις κόρες τους την έλεγαν Ψυχή ήταν τόσο όμορφη, που μόνο με τη θεά Αφροδίτη μπορούσε να παραβληθεί. Έτσι, όποιος την έβλεπε, έπεφτε θαμπωμένος και την προσκυνούσε σαν να είχε μπροστά του την ίδια τη θεά. Με τον καιρό όλοι πίστεψαν πως η ψυχή δεν ήταν παρά η ίδια η θεά του έρωτα που είχε κατεβεί στη γη. Τα ιερά της Αφροδίτης στην Πάφο, στα Κύθηρα, στην Κνίδο, ερημώθηκαν. Οι προσευχές λησμονήθηκαν. Οι θυσίες σταμάτησαν. Ο κόσμος, που λάτρευε πριν τη μεγάλη θεά, σαγηνεύτηκε από την ομορφιά της θνητής, και αυτήν προσκυνούσε πια και λάτρευε.
Η Αφροδίτη δεν άντεξε την προσβολή και αποφάσισε να εκδικηθεί: πρόσταξε λοιπόν το γιο της, τον Έρωτα, να χτυπήσει την αντίζηλό της με τα βέλη του και να την κάνει να αγαπήσει παράφορα τον πιο ασήμαντο και περιφρονημένο άνθρωπο του κόσμου. Έτσι, όπως άλλωστε γίνεται συχνά, η ομορφιά της Ψυχής στάθηκε η αιτία της μεγάλης της δυστυχίας: όλοι οι νέοι έμειναν μαγεμένοι από τη χάρη της, κανείς όμως δεν αποφάσιζε να την κάνει γυναίκα του, και η Ψυχή έμενε μόνη και έρημη. Οι δύο αδερφές της είχαν παντρευτεί πριν από καιρό στα ξένα, και η Ψυχή, κλεισμένη στο παλάτι, έκλαιγε τη μοίρα της και καταριόταν την ομορφιά της.
Όταν ο βασιλιάς είδε κι απόειδε, αποφάσισε να ρωτήσει το μαντείο του Απόλλωνα στη Μίλητο, για την τύχη της κόρης του. Η απάντηση του θεού ήταν αλλόκοτη και σκληρή: έπρεπε να οδηγήσουν την Ψυχή νυφοστολισμένη, σαν να ήταν να παντρευτεί στον Κάτω Κόσμο, στην πιο ψηλή κορφή ενός έρημου και μακρινού βουνού. Εκεί θα συναντούσε το γαμπρό που της είχε τάξει το ριζικό της: ένα πελώριο φίδι φτερωτό που προξενούσε το φόβο και τον τρόμο, ακόμη και στον μεγάλο Δία. Τρόμαξε ο βασιλιάς. Μήπως όμως μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; Έτσι όλος ο λαός, μαζί με τους γονείς της, τη συνόδεψε με κλάματα και μοιρολόγια ως την κορφή του βουνού, όπου την άφησαν κι έφυγαν. Τότε ο Ζέφυρος την ανασήκωσε, και ταξιδεύοντάς την πάνω από στεριές και θάλασσες, την έφερε και την άφησε μέσα σε ένα μαγεμένο περιβόλι.
Σ' αυτό το περιβόλι η Ψυχή σαστισμένη πήρε να σεργιανάει εδώ κι εκεί, όταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σ' ένα ολόχρυσο παλάτι, εντελώς αφύλαχτο. Παρ' όλο το φόβο που ένιωθε, μπήκε μέσα και άρχισε να το τριγυρίζει, ώσπου άκουσε μια φωνή: «όλα όσα βλέπεις, κυρά μου, είναι δικά σου. Μη φοβάσαι! Κάθισε να ξαποστάσεις, και όταν θελήσεις να λουστείς και να νοιαστείς για την ομορφιά σου, φώναξέ μας να σε βοηθήσουμε. Εμείς είμαστε οι υπηρέτες σου. Η κάθε σου επιθυμία είναι για μας προσταγή».
Πραγματικά, οι υπηρέτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιποιηθούν και να τη διασκεδάσουν. Τη βοήθησαν να λουστεί, της έστρωσαν πλούσιο το τραπέζι και της τραγούδησαν, χωρίς όμως να τους δει. Τη νύχτα έφτασε ο άγνωστος άντρας της και μέσα στο βαθύ σκοτάδι την έκανε δική του, προτού όμως ξημερώσει ακόμη, χάθηκε από κοντά της.
Έτσι περνούσε ο καιρός: την ημέρα οι αόρατοι υπηρέτες φρόντιζαν να μην της λείψει τίποτα και τη νύχτα ερχόταν ο μυστηριώδης εραστής της και την έκανε ευτυχισμένη. Στο μεταξύ οι γονείς της γερνούσαν μέσα στην απελπισία και στο πένθος. Κοντά τους είχαν έρθει οι δυο άλλες θυγατέρες τους και προσπαθούσαν μάταια να τους παρηγορήσουν. Αλλά και η Ψυχή άρχισε να αισθάνεται δυστυχισμένη: ολομόναχη τη μέρα να ζει ανάμεσα σε αόρατα πνεύματα και το βράδυ να πλαγιάζει στην αγκαλιά ενός άντρα, που ούτε για μια στιγμή δεν είχε αντικρίσει το πρόσωπό του. Στο τέλος με δάκρυα και παρακάλια καταφέρνει η Ψυχή να πείσει τον άντρα της μέσα στα χάδια να επιτρέψει να έρθουν, ας είναι και για λίγον καιρό, οι αδερφές της για να της κρατήσουν συντροφιά. Η άδεια δίνεται, με έναν όρο όμως: «Μπορείς, της είπε, να τους χαρίσεις ό,τι θελήσουν από τα πλούτη του παλατιού. Μα μην πλανηθείς από τα λόγια τους και θελήσεις να με αντικρίσεις στο φως. Θα με χάσεις για πάντα και θα γίνεις δυστυχισμένη». Η Ψυχή του υπόσχεται να σεβαστεί την επιθυμία του. Άλλωστε και η ίδια τον έχει αγαπήσει στο μεταξύ και δεν θέλει να τον χάσει. Ξέρει ακόμη πως από τη διαγωγή της θα εξαρτηθεί και η φύση του παιδιού που έχει στα σπλάχνα της: αν συμμορφωθεί με την εντολή του άντρα της, το παιδί που θα γεννήσει θα είναι αθάνατο. Αν όχι, θνητό.
Ύστερα από λίγες μέρες οι αδερφές ανεβαίνουν στο βουνό για να κλάψουν την Ψυχή, που τη νόμισαν πια χαμένη για πάντα. Στους θρήνους τους αποκρίνεται η φωνή της ίδιας της Ψυχής που τις καλεί κοντά της. Σε λίγο, ταξιδεμένες κι αυτές από το Ζέφυρο, βρίσκονται μέσα στο παλάτι. Η χαρά τους είναι ανείπωτη. Όμως, σιγά σιγά αρχίζουν να ζηλεύουν την τύχη της αδερφής τους και ο φθόνος τους μεγαλώνει ύστερα από κάθε επίσκεψη, καθώς η Ψυχή, εντελώς ανυποψίαστη για τα αισθήματά τους, τις σεργιανίζει μέσα στο παλάτι και τους δείχνει τους αρίθμητους θησαυρούς. Στους γέρους γονείς τους δεν λένε κουβέντα για την τύχη της Ψυχής. Τους αφήνουν να πιστεύουν πως η μικρότερη αδερφή είναι από καιρό πεθαμένη. Οι φθονερές αδερφές δεν σκέφτονται παρά μόνο πώς θα κάνουν κακό στην Ψυχή. Δεν σταματούν να τη ρωτούν για τον άντρα της. Και η Ψυχή αναγκάζεται στο τέλος να τους πει ψέματα, πως τάχα ο άντρας της είναι ένας νέος όμορφος και δυνατός που περνά τη μέρα του πάνω στα βουνά κυνηγώντας. Η ομολογία της Ψυχής κάνει να φουντώνει ακόμα πιο πολύ ο φθόνος στα στήθη των αδερφάδων της, γιατί και οι δυο έχουν παντρευτεί γέρους και ανήμπορους βασιλιάδες. Όμως και ο σύντροφος της Ψυχής ξέρει τι διαθέσεις έχουν οι κακές αδερφές και σε κάθε ευκαιρία την προειδοποιεί για την ανεπανόρθωτη καταστροφή που θα προκαλέσει η ίδια αν τυχόν παραβεί την εντολή του. Οι αδερφές της ωστόσο επιμένουν να μάθουν λεπτομέρειες και έτσι, κάποτε που η Ψυχή ξεχάστηκε και είπε πως ο άντρας της είναι κάποιος πλούσιος έμπορος από την κοντινή επαρχία, κάπως μεγάλος στην ηλικία, πέφτουν πάνω της και την αναγκάζουν να παραδεχτεί, μια και η ίδια άλλα τους είχε πει πιο παλιά, πως τον άντρα της δεν τον είχε ποτέ δει στα μάτια της. Στο τέλος κατορθώνουν να την πείσουν πως αυτός ο άγνωστος άντρας της δεν ήταν παρά το φοβερό φίδι που μνημόνευε η προφητεία του Απόλλωνα. Αν τη φροντίζει, της είπαν, είναι γιατί θέλει να τη φάει, μόλις το παιδί μεγαλώσει στα σπλάχνα της. Ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να γλιτώσει από το θάνατο: μια νύχτα, να ανάψει ένα λυχνάρι και να κόψει το κεφάλι του τέρατος.
Η ψυχή βασανίστηκε πολύ ώσπου να πάρει την απόφαση, αλλά στο τέλος πίστεψε πως αυτή θα έπρεπε να χτυπήσει πρώτη. Έτσι, μια μέρα, όταν έπεσε το σκοτάδι και ο άντρας της πλάγιασε κοντά της και αποκοιμήθηκε βαθιά, σηκώθηκε και άναψε το λυχνάρι. Κάτω όμως από το φως του η Ψυχή τα έχασε: μπροστά της βρισκόταν ο ίδιος ο Έρωτας, πιο ωραίος κι απ' ό,τι τον φανταζόταν. Στα πόδια του κρεβατιού ήταν ριγμένα τα άρματά του : το τόξο, η φαρέτρα και τα βέλη. Η Ψυχή πήρε τότε μια σαΐτα και, καθώς την περιεργαζόταν, πληγώθηκε ελαφρά στο δάχτυλο. Από κείνη τη στιγμή, χωρίς και η ίδια να το καταλάβει, ερωτεύεται παράφορα τον ίδιο τον Έρωτα. Μετανιωμένη για την ευπιστία και την αμυαλιά της προσπαθεί να αυτοκτονήσει για να τιμωρήσει τον εαυτό της. Άδικος κόπος. Το μαχαίρι γλιστρά και πέφτει από το χέρι της.
Ξαφνικά, μια σταγόνα καφτό λάδι χύνεται από το λυχνάρι και πέφτει πάνω στον γυμνό ώμο του κοιμισμένου θεού. Ο Έρωτας πετιέται πάνω αλαφιασμένος από τον πόνο και, διαπιστώνοντας την απιστία της γυναίκας του, ανοίγει τα φτερά του για να φύγει. Μόλις που προφταίνει η Ψυχή να πιαστεί από το πόδι του και να ανυψωθεί μαζί του πάνω στα σύννεφα. Ύστερα από λίγο, εξαντλημένη από την κούραση, πέφτει στη γη, χωρίς να σκοτωθεί. Και ο Έρωτας όμως κατέβηκε, στάθηκε στην κορυφή ενός κοντινού κυπαρισσιού, και αφού της παραπονέθηκε για την αχαριστία που έδειξε, πέταξε πάλι στα ύψη. Η Ψυχή ρίχτηκε από την απελπισία της σ' ένα ποτάμι για να πνιγεί, εκείνο όμως τη σήκωσε απαλά πάνω στα νερά του και την άφησε πάνω στην πυκνή χλόη της όχθης του. Ο Παν, που βρισκόταν εκεί κοντά, κατάφερε να τη μεταπείσει και να της δώσει θάρρος.
Από εκείνη τη στιγμή ένας είναι ο σκοπός της ζωής της: να ξαναβρεί τη χαμένη της ευτυχία. Πρώτα όμως πρέπει να τιμωρήσει τις αδερφές της. Στην πρώτη εξομολογείται πως ο Έρωτας έφυγε από κοντά της, τάχα για να παντρευτεί εκείνην. Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να πειστεί η φθονερή αδερφή να παρατήσει τον άντρα της, λέγοντάς του πως τάχα πέθαναν οι γονείς της, να ανεβεί στο βουνό και να γκρεμιστεί στα βράχια, πιστεύοντας ως την τελευταία στιγμή πως θα τη σηκώσει, όπως και την άλλη φορά, ο Ζέφυρος. Με τον ίδιο τρόπο σκοτώνεται και η δεύτερη.
Ύστερα από την τιμωρία τους, η Ψυχή ξεκινάει να βρει τον Έρωτα. Άδικα όμως παραδέρνει σε στεριές και θάλασσες. Οι θεοί την έχουν εγκαταλείψει. Ούτε η Ήρα, ούτε η Δήμητρα, παρόλο που τη συμπονούν, δέχονται να τη βοηθήσουν, όταν καταφεύγει στα ιερά τους, γιατί δεν θέλουν να έρθουν σε σύγκρουση με την Αφροδίτη, που τη μισεί θανάσιμα, επειδή μπόρεσε αυτή, μια θνητή, να ξελογιάσει το γιο της. Τέλος, πηγαίνει στο παλάτι της Αφροδίτης, με την ελπίδα πως εκεί θα έβρισκε τον Έρωτα, και πέφτει ασυλλόγιστα στα χέρια της. Από καιρό άλλωστε η θεά είχε στείλει τον Ερμή να τη βρει και να την οδηγήσει με το καλό ή με τη βία μπροστά της.
Από τη στιγμή αυτή αρχίζουν οι μεγάλες δοκιμασίες για την Ψυχή. Δύο έμπιστες δούλες της ζηλότυπης θεάς, η Θλίψη και η Έγνοια, τη μαστιγώνουν αλύπητα. Άλλη της βγάζει τρίχα τρίχα τα μαλλιά, η Αφροδίτη η ίδια τη δέρνει και της ξεσκίζει τα ρούχα. Ύστερα την προστάζει μέσα σε λίγες ώρες να ξεδιαλέξει από έναν τεράστιο σωρό καρπούς της γης το κάθε είδος στάρι, παπαρουνόσπορο, κεχρί, ρεβίθια, φακή, κουκιά, κριθάρι και να το βάλει χωριστά. Η Ψυχή καταφέρνει να τα βγάλει πέρα με τη βοήθεια των μυρμηγκιών. Την άλλη μέρα υποχρεώνεται να πάει να βρει και να φέρει το χρυσό μαλλί από τα άγρια πρόβατα του βουνού, και ύστερα να κουβαλήσει νερό από την πηγή της Στύγας, που τη φύλαγαν, νύχτα και μέρα, δράκοι ακοίμητοι. Στις επικίνδυνες αυτές αποστολές δεν της έλειψαν ωστόσο οι παραστάτες: πρώτα το προφητικό καλάμι που τη συμβούλεψε να μαζέψει με την ησυχία της τις τούφες το μαλλί που άφηναν τα πρόβατα πάνω στα αγκάθια των θάμνων και ύστερα ο αετός του Δία που γέμισε το κανάτι με το νερό της πηγής.
Οι δοκιμασίες όμως και τα βάσανα της Ψυχής δεν τελειώνουν. Η Αφροδίτη τη στέλνει στον Κάτω Κόσμο να δανειστεί από την Περσεφόνη την αλοιφή της ομορφιάς, μια και η δική της είχε τελειώσει. Και αυτή τη φορά η Ψυχή, παίρνοντας κουράγιο από τη δύναμη του πάθους της και έχοντας βοηθό έναν μαγικό πύργο, θα τα καταφέρει, όχι βέβαια χωρίς δοκιμασίες. Ο πύργος αυτός, όπου είχε ανέβει για να αυτοκτονήσει, τη συμβούλεψε πώς θα κατεβεί στον Άδη και της φανέρωσε τι είχε να αντιμετωπίσει εκεί. Η ατυχία της, όμως, δεν είχε όρια. Μόλις πήρε το βάζο με τη θεϊκή αλοιφή, θέλησε να δοκιμάσει η ίδια το θαυματουργό φάρμακο, ελπίζοντας πως, αν έβαζε λίγη αλοιφή στο πρόσωπό της, θα γινόταν ακόμη πιο όμορφη, και έτσι θα μπορούσε να ξανακερδίσει την αγάπη του Έρωτα. Τη στιγμή όμως που άνοιξε το βάζο, ένιωσε να την τυλίγει σαν αποπνικτικός καπνός, ο Ύπνος, και έχασε τις αισθήσεις της.
Τα βάσανα της Ψυχής βρίσκονται όμως πια στο τέλος τους. Αρκετά είχε δοκιμαστεί. Ο Έρωτας που δεν την είχε ποτέ απολησμονήσει, κατορθώνει να γλιστρήσει από το δωμάτιο όπου τον είχε κλειδωμένο η Αφροδίτη, τάχα για να του γιατρέψει την πληγή, τρέχει και ξανακλείνοντας τον Ύπνο μέσα στο βάζο, τη συνεφέρνει. Έπειτα κατορθώνει, σε ένα συμβούλιο των θεών, να καταπραΰνει το θυμό της μητέρας του με τη βοήθεια του Δία, που αντιμετωπίζει με κατανόηση την περιπέτεια του Έρωτα, και πρωτοστατεί στο μεγάλο γλέντι που στήνεται στον Όλυμπο, για να τιμηθεί η γαμήλια ένωση του θεού με τη θνητή. Η Ψυχή γίνεται πια επίσημα γυναίκα του και την ίδια ώρα της χαρίζεται η αθανασία. Ύστερα από λίγο καιρό φέρνει στον κόσμο τον καρπό της αγάπης της με τον Έρωτα: την Ηδονή. 






τελικά.....

Έχει μια απίστευτη ζέστη σήμερα, έχω αράξει στη βεράντα με ένα διάφανο καλοκαιρινό ποτήρι γεμάτο ως πάνω πάγο και τσάι. Είναι οι τελευταίες μέρες του καλοκαιριού.... θέλω να νιώσω τη ζεστή του ανάσα πάνω μου πριν δώσει τη σκυτάλη  του στο δροσερό άγγιγμα του φθινοπώρου. Σκέφτομαι την χτεσινή βραδινή συζήτηση που είχα με τη φίλη μου σχετικά με τις δυσκολίες της ζωής και πως τα καταφέρνουμε στο τέλος να την βγάζουμε καθαρή. Από που αντλούμε δύναμη και τι είναι εκείνο που μας κάνει να γινόμαστε άτρωτοι? Η ελπίδα ήταν η απάντηση! Και εγώ αναρωτιέμαι τι είναι η ελπίδα τελικά? Τι σημαίνει να ελπίζεις??
 Το να ελπίζεις είναι μια κατάσταση ύπαρξης, να είσαι εσωτερικά έτοιμος. Μοιάζει  με μια κουλουριασμένη τίγρη που θα κάνει το πηδημά της μόνο την στιγμή που πρέπει να πηδήσει. Είναι έτσι όμως η μήπως την περιπλέκουμε με την ψευδαίσθηση?? Ξέρεις ότι το  αποτέλεσμα θα είναι αρνητικό και ότι όλο το παιχνίδι δεν θα γυρίσει υπέρ σου αλλά λές έχω μια ελπίδα....
Αλλά και πάλι, όλα αυτά που συνοδεύει μαζί της η ελπίδα... πίστη, τόλμη, θάρρος, δημιουργικότητα, μας βάζει να κινήσουμε τα πράγματα έτσι ώστε να τα φέρουμε πιο κοντά μας στην πραγματοποίηση μιας κατάστασης που ελπίζουμε να γίνει."Όταν όλος ο κόσμος λέει να τα παρατήσεις, τότε η ελπίδα ψιθυρίζει 'δοκίμασε άλλη μια φορά'!"
 Εγώ βλέπω την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής και πως υποκινείται χωρίς να αλλάζει πορεία όταν λαχταράει κάτι και ποθεί. Μήπως τελικά η ελπίδα είναι μια απόκρυφη δύναμη της ψυχής?? Τελικά ψυχή=ελπίδα???

Χόρχε Λούις Μπόρχες - Μαθαίνεις


Μετά από λίγο μαθαίνεις
την ανεπαίσθητη διαφορά
ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι
και να αλυσοδένεις μια ψυχή.

Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι
Και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια

Και αρχίζεις να μαθαίνεις
πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια
Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις

Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου
με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα
Με τη χάρη μιας γυναίκας
και όχι με τη θλίψη ενός παιδιού

Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα,
γιατί το έδαφος του Αύριο
είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια
…και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο
να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής.

Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις…
Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου
μπορεί να σου κάνει κακό.

Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ
Αντί να περιμένεις κάποιον
να σου φέρει λουλούδια

Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις

Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη

Και ότι, αλήθεια, αξίζεις

Και μαθαίνεις… μαθαίνεις

…με κάθε αντίο μαθαίνεις

ΓΙΑΜΙ-ΓΙΑΜΙ!!!!!!

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΤΕ ΝΑ ΤΗ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΟΠΟΤΕ ΤΗ ΒΑΖΩ ΞΑΝΑ



ΚΑΙ ΜΙΑ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΣΥΝΤΑΓΗ.


καλοκαιρινο μανουρι με μπαλσαμικοΥΛΙΚΑ:200γρ μανουρι50γρμ αλευρι25γρμ ΒΟΥΤΥΡΟ50γρ ξυδι μπαλσαμικο1 κουτ. γλυκου γλυκανισο1 κουτ. σουπας ζαχαρη καστανη1 κουτ. σουπας ΒΟΥΤΥΡΟ4 συκα κομμενα σε τεσσερα κομματια το καθενα (ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ 6 αποξηραμενα συκα κομμενα στα δυο).
ΕΚΤΕΛΕΣΗ:Κοβουμε το μανουρι σε τεσσερα ομοιομορφα κομματακια. τα αλευρωνουμε και τα τηγανιζουμε στο ΒΟΥΤΥΡΟ για 4΄η καθε πλευρα. Ετοιμαζουμε τη σαλτσα με τα συκα :τα ριχνουμε μεσα στο τηγανακι και τα ροδιζουμε με μια κουταλια ΒΟΥΤΥΡΟ. Σβηνουμε με το μπαλσαμικο και προσθετουμε τη ζαχαρη και το γλυκανισο. Τη βραζουμε 10΄να συμπυκνωθει και να καραμελωσει. Σερβιρουμε το τυρακι μας σε μια ομορφη πιατελα μαζι με τη σαλτσα και ψημενο ψωμακι στο γκριλ συνοδεια κοκκινου κρασιου παγωμενο που παει με το καλοκαιρακι και το μωρό μας!
Φιλία lila*

Περί Έρωτος και φαγητού!

Το πώς τρώμε φανερώνει τις ερωτικές μας επιδώσεις και αν θέλετε να μάθετε αν σας ταιριάζει το αμόρε σας, τότε δεν έχετε παρά να τον παρατηρήσετε προσεχτικά την ώρα που τρώει!

Αυτό άκουσαν τα αυτία μου και έκφασα την δική μου άποψη με την απλή λυτή ελληνική λέξη, π@#@ρ@!
 Μα είναι δυνατόν! Που ζεί ο άνθρωπος??
Φαντάσου τώρα δλδ να έχεις αρχίσει τη μέρα σου απο της 9 το πρώι να μην έχεις προλάβει να βάλεις μπούκια στο στόμα σου να τρέχεις να προλάβεις αύτο το ηλίθιο λεπτοδείκτη που τρέχει χωρίς σταματημό και σπρώχνει το γεματούλη λεπτοδείκτη, και η μόνη επαφή που έχει το στόμα είναι το καλαμάκι απο τον καφέ μέσα στο πλαστικό, που το βαζανίζει αλύπητα η γλώσσα και τα δόντια.
Φτάνεις στη δουλεία σου, χωρίς να έχεις προλάβει να κάνεις τη δουλεία σου τελικά, με ένα δεύτερο καφέ και ενα δεύτερο δαγκωμένο καλαμάκι, για να μην ακούγεται το μπινιλίκη που ρίχνεις όχι επειδή πεινάς. Και αφού λοιπόν έχει περάσει ένα 2ωρο γυμναστικής νεύρων νίωθεις ότι κάποιος σου χτυπάει τη πόρτα της κοιλίας σου. Ναι! Πεινάς! Το νιωθεις καλά, αλλά όχι, δεν θα φάς! Δεν έχεις χρόνο ή ακόμα καλύτερα κάθε φορά που πας να βάλεις αυτή τη ριμάδα μπουκία στο στόμα σου τότε όλο και κάποιος έρχετε να σε ρωτήσει κάτι....που θα σε κάνει έξαλο, ίσως.... Και η ώρα έχει περάσει, και δεν έχεις αποφασίσει τελικά αν έπρεπε να πάρεις και 3 κάφε αλλά δεν έχει σημασία γιατι σε λίγο σχολάς και θα βγείς έξω με το μωρό ή θα έχει παραγγείλει να αράξετε σπίτι... Και να ΄μαστε λοιπόν στο πίο καυτό σημείο! Τρέχεις, ξεσκίζωντας τη τσίχλα μέσα στο στόμα σου, να πάς στο μωρό σου, το πλακώνεις στα φιλία, όχι επειδη πεινάς, είσαι επιτέλους στο καναπέ, αρχίζεις και χαλαρώνεις με τα χαδάκια  και τα φιλακια του μωρού σου μέχρι να έρθει το φαγητό, δυναμώνεις και τη μουσική να μην ακούγεται το άγριο γουργουρητό της κοιλίας σου. ΚΛΟΝ-ΚΛΟΝ, κουδούνι επιτέλους ήρθε το φαγητό σας, κόσμια κόσμια πιάνεις το πιρόυνι και το μαχαίρι να κόβεις μπουκίες, αλλα σε λίγο η μπουκίες γίνονται τεράστιες και χωρίς να χρειάζεται μαχαίρακι και δεν ακούς τι σου λέει το μωρό απλα τρώς. Τρώς να καλύψεις τη βασική σου ανάγκη, τρώς έτσι γιατι δεν είχες χρόνο να φάς. Και τώρα ἐρχεται ο κέθε π@π@3@ς επιστήμων να μου πεί τι?????? ότι έτσι όπως έχω πέσει με τα μούτρα στο φαγητό το μωρό με αξιολογεί αν πρέπει να μου δώσει φύλλο πορείας???? ΈΛΕΟΣ!!!
Πάμε διακοπές μωράκι μου να έχουμε τις σωστές τελετουργίες απόλαυσης, γιατί ο έρωτας είναι θέμα χημείας και εμπιστοσύνης και όχι μετράω τις μπουκίες σου.

ΚΑΙ ΜΙΑ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΣΥΝΤΑΓΗ.


καλοκαιρινο μανουρι με μπαλσαμικο
ΥΛΙΚΑ:
200γρ μανουρι
50γρμ αλευρι
25γρμ ΒΟΥΤΥΡΟ
50γρ ξυδι μπαλσαμικο
1 κουτ. γλυκου γλυκανισο
1 κουτ. σουπας ζαχαρη καστανη
1 κουτ. σουπας ΒΟΥΤΥΡΟ
4 συκα κομμενα σε τεσσερα κομματια το καθενα (ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ 6 αποξηραμενα συκα κομμενα στα δυο).

ΕΚΤΕΛΕΣΗ:
Κοβουμε το μανουρι σε τεσσερα ομοιομορφα κομματακια. τα αλευρωνουμε και τα τηγανιζουμε στο ΒΟΥΤΥΡΟ για 4΄η καθε πλευρα. Ετοιμαζουμε τη σαλτσα με τα συκα :τα ριχνουμε μεσα στο τηγανακι και τα ροδιζουμε με μια κουταλια ΒΟΥΤΥΡΟ. Σβηνουμε με το μπαλσαμικο και προσθετουμε τη ζαχαρη και το γλυκανισο. Τη βραζουμε 10΄να συμπυκνωθει και να καραμελωσει. Σερβιρουμε το τυρακι μας σε μια ομορφη πιατελα μαζι με τη σαλτσα και ψημενο ψωμακι στο γκριλ συνοδεια κοκκινου κρασιου παγωμενο που παει με το καλοκαιρακι και το μωρό μας!

Φιλία lila*

Γεία! Πέρασε, κάθησε όπου θέλεις αν και θα έλεγα να πάμε στη βεράντα φέρνει μια απίστευτη δροσία απο τη θάλασσα.....

Κάπως έτσι νίωθω, ότι σας ανοίγω τη πόρτα της ψυχής μου μέσα απο αυτό το blog καθε φορα που θα με επισκέπτεστε. Φιλακια